- κύβελα
- κύβελαlairsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κύβελα — fem nom/voc sg Κύβελα neut nom/voc/acc pl Κύβελον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύβελα — Ονομασία όρους της Φρυγίας, κατά την αρχαιότητα, το οποίο αναφέρεται από τον Στράβωνα. Πιθανότατα η θεά Κυβέλη έλαβε το όνομά της από αυτό το όρος. Ανάμεσα στο όρος Κ. και στις Κελαινές έρεε ο ποταμός Γάλλος. * * * κύβελα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) … Dictionary of Greek
Κυβέλας — Κυβέλᾱς , Κύβελα fem acc pl Κυβέλᾱς , Κύβελα fem gen sg (doric aeolic) Κυβέλᾱς , Κυβέλη fem acc pl Κυβέλᾱς , Κυβέλη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβέλας — κυβέλᾱς , κυβέλη fem acc pl κυβέλᾱς , κυβέλη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυβέλαν — Κυβέλᾱν , Κυβέλη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβέλαν — κυβέλᾱν , κυβέλη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυβέλης — Κύβελα fem gen sg (attic epic ionic) Κυβέλη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυβέλοις — Κύβελα neut dat pl Κύβελον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβέλοις — κύβελα lairs neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυβέλων — Κύβελα neut gen pl Κύβελον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)